- κάλλιφλοξ
- κάλλῐ-φλοξ, ὁ, ἡ, gen. φλογος,A auspiciously burning,
πέλανος Id.Ion 706
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέλανος Id.Ion 706
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλίφλοξ — καλλίφλοξ, ογος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῑσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φλόξ, φλογός] … Dictionary of Greek
καλλίφλογα — καλλίφλοξ masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)